- Φρεάρριος
- Φρεάρριοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Φρεάρριος — και πιθ. τ. Φρεάρροος, ον, Α 1. προσωνυμία τής θεάς Δήμητρος, πιθανώς λόγω τού αφιερωμένου σ αυτήν Καλλιχόρου φρέατος στην Ελευσίνα 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ Φρεάρριοι ονομασία δήμου … Dictionary of Greek
Φρεαρρίου — Φρεάρριος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φρεαρρίῳ — Φρεάρριος masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)